-
1 παρεπόμενα
παρέπομαιaccompany: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
2 παρεπομένας
παρεπομένᾱς, παρέπομαιaccompany: pres part mp fem acc plπαρεπομένᾱς, παρέπομαιaccompany: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
3 παρέπομαι
A accompany, attend, Hp.Epid.1.8, etc.; of an escort, X. Ap.27 ;π. τῇ ἐκφορᾷ IPE12.17.24
(Olbia, i B. C.): abs., Pl.Phd. 89a, etc.: metaph.,ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει.. παρέπεσθαι τὴν χάριν Id.Lg. 667b
; τοῦτο μάλιστα ἐπὶ πάντων π. is common to all, Id.Tht. 186a ; π. τισί to be imparted to them, Plb.4.21.1.2 to be a constant attribute,τοῖς ἀνθρώποις τοῦτο π. τὸ σύμπτωμα Phld.Sign.23
: in Logic, τὸ παρεπόμενον consequence, necessary or accidental, Arist. SE 168b31 ; τὰ παρεπόμενα concomitant circumstances, Longin.10.1.3 τὰ παρεπόμενα γῄδια the lands appertaining to a village, POxy.1134.15 (V A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέπομαι
-
4 ἔκσκευος
ἔκσκευος, ον,A without equipment, without mask, Sch.Ar.Av.95.II ἔ. πρόσωπα special masks, Poll.4.141 ; but ἔκσκευα· τὰ παρεπόμενα πρόσωπα ἐπὶ σκηνῆς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκσκευος
См. также в других словарях:
παρεπόμενα — παρέπομαι accompany pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπομένας — παρεπομένᾱς , παρέπομαι accompany pres part mp fem acc pl παρεπομένᾱς , παρέπομαι accompany pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπόμενο — το (μτχ. ενεστ. του ρ. παρέπομαι), ως ουσ. 1. ακολουθία, συνέπεια, επακόλουθο. 2. (γραμμ.), πληθ., παρεπόμενα, τα διάφορα γνωρίσματα των λέξεων με τα οποία γίνεται η γραμματική αναγνώριση: Τα παρεπόμενα των ονομάτων είναι το γένος, ο αριθμός, η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκσκευος — ἔκσκευος, ον (Α) θεατρ. 1. αυτός που δεν έχει σκευή, δηλ. θεατρική ενδυμασία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔκσκευα «τὰ παρεπόμενα πρόσωπα ἐπί σκηνῆς» (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
εκχώρηση — Η μεταβίβαση, με σύμβαση από τον δανειστή (εκχωρητή), προς ένα τρίτο πρόσωπο (εκδοχέα) μιας απαίτησης, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Με την ε. δεν καταργείται η παλαιά ενοχή για να συσταθεί νέα, αλλά απλώς μεταβιβάζεται εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek
παρέπομαι — ΝΑ [έπομαι] 1. ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω, συντροφεύω 2. έρχομαι πίσω από κάποιον, τόν παρακολουθώ 3. έρχομαι ως φυσική συνέπεια κάποιου 4. (λογ.) (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) το παρεπόμενο η συνέπεια, επακόλουθο, αποτέλεσμα 5. φρ. «τα… … Dictionary of Greek
συμπαρομαρτώ — συμπαρομαρτῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῡ κάλλους», Ξεν. β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.) νεοελλ. (συν. το ουδ. πληθ. μτχ.… … Dictionary of Greek